- υδρωπικιάζω
- αμετ. страдать водянкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρωπικιάζω — Ν [υδρώπικας] 1. προσβάλλομαι από ύδρωπα 2. πάσχω από ύδρωπα … Dictionary of Greek
υδρωπικίασμα — το, Ν [υδρωπικιάζω] το αποτέλεσμα τού υδρωπικιάζω … Dictionary of Greek